ταμεσίχρως

ταμεσίχρως
τᾰμεσίχρως, οος, , , ([etym.] τάμνω)
A cutting the skin, wounding, χαλκός, ἐγχεῖαι, Il.4.511, 13.340.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταμεσίχρως — οος, ὁ, ἡ, Α αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β ταμεῖν τού ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. τού τύπου τερψίμ βροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

  • ταμεσίχροα — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμεσίχροας — ταμεσίχρως cutting the skin masc/fem acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμησίχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. τμησίχροος, οον, Α ταμεσίχρως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη σι (βλ. λ. τμήγω και τέμνω), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* (βλ. λ. τέρπω) + χρους (< χρώς*, χροός «χρώμα, επιδερμίδα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”